-
1 μαρτύρομαι
μαρτύρομαι, für steh zum Zeugen machen, anrufen; ὑμᾶς δ' ἀκούειν ταῦτ' ἐγὼ μαρτύρομαι, Aesch. Eum. 613; τούςδε, Soph. O. C. 817; γαῖαν καὶ ϑεούς, Eur. Phoen. 629; ὅρκους παλαιούς, I. A. 78; oft bei Ar.; auch in Prosa; Lys. 3, 15 vrbdt μειράκιον βοῶντα καὶ κεκραγότα καὶ μαρτυρόμενον; vgl. Thuc. 6, 80; μαρτύρομαι αὐτὴν τὴν ϑεόν, Plat. Phil. 12 b; auch τὸν Ὅμηρον, Rep. II, 364 d; in allgemeiner Bdtg, mit Nachdruck behaupten, bezeugen, ταῦτα δὲ τότε μὲν οὐκ ἐμαρτυρόμεϑα, νῦν δὲ λέγομεν, Plat. Phil. 47 d; vgl. ταῦτ' ἐγὼ μαρτύρομαι Ar. Plut. 932, dafür rufe ich dich zum Zeugen an; Sp. auch τινά τινος, τοὺς ἀποστάντας τῆς ἐπιορκίας, d. i. den Abtrünnigen ihren Meineid vorhalten, App. B. C. 5, 129.
См. также в других словарях:
οιστρώ — οἰστρῶ, άω και έω (ΑΜ, Α εσφ. γρφ. οἰστρῶ, όω) [οίστρος] (για τον οίστρο) ταράζω τα ζώα με το τσίμπημα ή, απλώς, με τον βόμβο που κάνω, προκαλώ οίστρωση αρχ. 1. επιφέρω μανία σε κάποιον, ερεθίζω («τοιγάρ νιν αὐτάς ἐκ δόμων ᾤστρησ ἐγὼ μανίαις»,… … Dictionary of Greek